Ακούμε συχνά από τα ΜΜΕ, ο/η τάδε καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πχ 2 έτη φυλάκισης με τριετή αναστολή, τι σημαίνει όμως αυτό στην πράξη;
Όταν λέμε πως καταδικάζεται κάποιος με τριετή αναστολή, σημαίνει ότι καταδικάζεται κάποιος σε μια ποινή φυλάκισης η οποία γράφεται φυσικά στο ποινικό του μητρώο, όμως δίδεται σε αυτόν μια «δοκιμαστική περίοδος τριών ετών» ώστε σε περίπτωση που τελέσει άλλο αδίκημα εντός του χρόνου αυτού υπάρχουν σχετικές προβλέψεις όπου υπό προϋποθέσεις αίρεται αυτή η αναστολή και τότε εκτελείται η ποινή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τριετής αναστολή δίδεται κατ’ αρχάς σε αυτόν που καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης έως τρία έτη.
Αυτή η «δεύτερη ευκαιρία» συνίσταται στον έλεγχο της συμπεριφοράς του δράστη μετά την καταδίκη του, η οποία εκδηλώνεται και εξωτερικεύεται από την ημέρα που αυτός, αν και καταδικάστηκε για πρώτη φορά σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή, συνεχίζει να διάγει εν ελευθερία λόγω ακριβώς της αναστολής που του χορηγήθηκε. Έτσι η φυλάκιση επιλέγεται ως έσχατο μέσο και παρά μόνον για τις περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων.
Με τον Νέο Ποινικό Κώδικα, το σύστημα των ποινών μεταλλάχθηκε πλήρως. Ενώ η αναστολή της ποινής έως και τον Ιούλιο του 2019 χορηγούταν στους λεγόµενους «πρωτόπειρους» εγκληµατίες, όπως κάθε φορά αυτοί ορίζονταν από τον νόµο, με τη νέα ρύθμιση η αναστολή χορηγείται καταρχήν σε όλους όσους καταδικάζονται σε ποινή στερητική της ελευθερίας που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν τα 3 έτη και σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις τα 5 έτη.
Έτσι σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ΠΚ η ύπαρξη πολλών μικρών καταδικών για το ίδιο ή για άλλα παρόμοια αδικήματα μπορεί να υποδηλώνει αυξημένη παραβατικότητα ή και επικινδυνότητα του καταδικασθέντος, η οποία να καθιστά απολύτως αναγκαία την εκτέλεση της ποινής, ακόμη και όταν το σύνολο των προηγούμενων ποινών δεν υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ύψος (όπως το ένα έτος στον προϊσχύσαντα Κώδικα). Από την άλλη πλευρά, ακόμη και μία βαριά σχετικά καταδίκη είναι πιθανόν να μην είναι ενδεικτική αυξημένης παραβατικότητας ή επικινδυνότητας του καταδικασθέντος, αν για παράδειγμα πρόκειται για ένα βαρύ εξ αμελείας πλημμέλημα.
Το δικαστήριο όμως προκειμένου να χορηγήσει την αναστολή μπορεί πλέον να αξιώσει κάποιους επιπλέον όρους. Τέτοιοι όροι είναι ιδίως α) η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος, β) η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως 1 έτος, εάν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παράβαση των
οδηγικών κανόνων, γ) η καταβολή ποσού έως 10.000 ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς, δ) η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων, ε) η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα, στ) η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής, ζ) η εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα και η) η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Ποια ήταν μια πολύ σημαντική αλλαγή με τον νέο Ποινικό Κώδικα;
Προβλέπεται για πρώτη φορά η αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής. Και αυτή η διάταξη εφαρμόζεται μόνο για ποινές φυλάκισης μέχρι 3 έτη. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Ποινικού Κώδικα αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.
Η ομάδα του δικηγορικού μας γραφείου είναι πλήρως καταρτισμένη σε θέματα ποινικού δικαίου. Για οποιοδήποτε θέμα ρύθμισης και συγχώνευσης ποινών, μετατροπής ποινής σε κοινωφελή εργασία, δοσοποιήσης, θέματα ποινικού μητρώου ή οποιοδήποτε άλλο θέμα που άπτεται το ποινικού δικαίου, μην διστάσετε να μας καλέσετε στο τηλέφωνο επικοινωνία μας (+210 62 00 993) ή στο τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης (+6984411004).